- τεθρυλημένως
- τεθρῡλημένως, Adv., ([etym.] θρυλέω)A as is well known, Poll.6.207.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τεθρυλημένως — τεθρῡλημένως , θρυλέω make a confused noise perf part mp masc acc pl (doric) τεθρυλημένως as is well known indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τεθρυλημένως — Α επίρρ. κατά τρόπο πασίγνωστο. [ΕΤΥΜΟΛ. < τεθρυλημένος, μτχ. μέσ. παρακμ. τού ρ. θρυλῶ + επιρρμ. κατάλ. ως] … Dictionary of Greek